προσνοώ

προσνοώ
-έω, Α
1. παρατηρώ κάτι ακόμη, κάνω μια επί πλέον παρατήρηση
2. αντιλαμβάνομαι κάποιον («καὶ προσενόησεν αὐτὸν ἐρχόμενον», ΠΔ)
3. έχω συγκεντρωμένη την προσοχή μου σε κάτι, αναμένω κάτι («ἔπειτα δὲ μένοντας ἐν ταῑς τάξεσι τὸ παραγγελλόμενον προσνοεῑν», Ξεν.)
4. κάνω μια επί πλέον σκέψη, σκέπτομαι κάτι ακόμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”